- άμεστος
- αμέστωτος, η , ο неспелый; незрелый, зелёный (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άμεστος — άμεστος, η, ο και αμέστωτος, η, ο 1. (για καρπούς), αυτός που δεν είναι μεστωμένος, ώριμος: Τα στάρια ήταν ακόμη αμέστωτα. 2. (για ανθρώπους), αυτός που δεν ωρίμασε σωματικά ή πνευματικά: Το μυαλό του είναι ακόμα αμέστωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμεστος — η, ο [μεστός] 1. (για καρπούς) αυτός που μέστωσε ακόμη, αγίνωτος, άγουρος 2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έφθασε ακόμη σε σωματική ή πνευματική ωριμότητα, ο σωματικά ή πνευματικά ανώριμος … Dictionary of Greek
άθρεφτος — η, ο 1. αυτός που δεν τράφηκε καλά: Τα χοιρινά τους ήταν ακόμη άθρεφτα. 2. αυτός που δεν ωρίμασε ακόμη, άμεστος: Στάρια και κριθάρια ήταν ακόμη άθρεφτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέμυαλος — η, ο άμυαλος: Ήταν ακόμη πολύ νέος, άμεστος και ανέμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)